adduction
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
adduction (en)
- η προσκόμιση ή παρουσίαση ενός παραδείγματος, επιχειρήματος, στοιχείου
- the adduction of new evidence is bound to have a significant effect on the course of the trial
- η προσαγωγή (η κίνηση των προσαγωγών, η κίνηση ενός μέλους από την περιφέρεια προς μέσα ως προς τον κατακόρυφο άξονα του σώματος)
- females demonstrate significantly greater hip adduction angles
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
adduction | adductions |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
adduction (fr) θηλυκό