adduction

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

adduction (en)

  1. η προσκόμιση ή παρουσίαση ενός παραδείγματος, επιχειρήματος, στοιχείου
    the adduction of new evidence is bound to have a significant effect on the course of the trial
  2. η προσαγωγή (η κίνηση των προσαγωγών, η κίνηση ενός μέλους από την περιφέρεια προς μέσα ως προς τον κατακόρυφο άξονα του σώματος)
    females demonstrate significantly greater hip adduction angles



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
adduction adductions

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

adduction (fr) θηλυκό

  1. η μεταφορά
  2. η προσαγωγή (η κίνηση των προσαγωγών, η κίνηση ενός μέλους από την περιφέρεια προς μέσα ως προς τον κατακόρυφο άξονα του σώματος)