pericarp
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- pericarp < γαλλική péricarpe < λατινική pericarpium < αρχαία ελληνική περικάρπιον < περί + καρπός
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈpɛɹɪˌkɑːp/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]pericarp (en)