εβαπορίτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εβαπορίτης οι εβαπορίτες
      γενική του εβαπορίτη των εβαποριτών
    αιτιατική τον εβαπορίτη τους εβαπορίτες
     κλητική εβαπορίτη εβαπορίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εβαπορίτης < (λόγιο δάνειο) αγγλική evaporite

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εβαπορίτης αρσενικό

  • (ορυκτολογία) τύπος ιζηματογενούς ορυκτού, το οποίο σχηματίζεται με την εξάτμιση υδάτινων μαζών στις οποίες ήταν διαλυμένο
    ※  Ένας άλλος τύπος πετρώματος είναι ο εβαπορίτης, ο οποίος παράγεται από την εξάτμιση του νερού σε θαλάσσια και λιμνοθάλασσα περιβάλλοντα. Το πιο σημαντικό πέτρωμα αυτού του τύπου είναι ο γύψος, ένα πέτρωμα που σχηματίζεται από την καθίζηση θειικού ασβεστίου.
    Τύποι βράχων, @meteorologiaenred.com, συντάκτης: German Portillo, ημερομηνία ανάκτησης: 25-04-2024.

Υπώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]