γύψος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | γύψος | οι | γύψοι |
γενική | του | γύψου | των | γύψων |
αιτιατική | τον | γύψο | τους | γύψους |
κλητική | γύψε | γύψοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]γύψος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γύψος < αρχαία ελληνική γύψος θηλυκό (σήμαινε κιμωλία και είδος ασβέστου)[1]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γύψος αρσενικό
- ορυκτό του ασβεστίου από το οποίο παράγεται το γυψοκονίαμα για οικοδομική, ορθοπεδική, οδοντιατρική και καλλιτεχνική χρήση
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]- βάζω κάτι/κάποιον στον γύψο: ακινητοποιώ, καταργώ, (π.χ. η χούντα του 1967 τη δημοκρατία), παγώνω, βάζω στη μπάντα, δεν αξιοποιώ , παροπλίζω, αχρηστεύω, δεν προάγω (π.χ. ένας προϊστάμενος κάποιον υπάλληλο)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γύψος
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ γύψος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | γύψος | αἱ | γύψοι |
γενική | τῆς | γύψου | τῶν | γύψων |
δοτική | τῇ | γύψῳ | ταῖς | γύψοις |
αιτιατική | τὴν | γύψον | τὰς | γύψους |
κλητική ὦ! | γύψε | γύψοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | γύψω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | γύψοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «νόσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γύψος θηλυκό
Πηγές
[επεξεργασία]- γύψος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- γύψος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'δρόμος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)