αλάβαστρο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αλάβαστρο τα αλάβαστρα
      γενική του αλάβαστρου των αλάβαστρων
    αιτιατική το αλάβαστρο τα αλάβαστρα
     κλητική αλάβαστρο αλάβαστρα
Δείτε και ο αλάβαστρος.
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αλάβαστρο < ελληνιστική κοινή ἀλάβαστρον < αρχαία ελληνική ἀλάβαστρος, ἀλάβαστος ( > αλάβαστρος)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /aˈla.va.stɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐λά‐βα‐στρο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αλάβαστρο ουδέτερο

  1. λίθος, παραλλαγή γύψου, κυρίως χρώματος χιονόλευκου ή ρόδινου με τον οποίο κατασκευάζονται κομψοτεχνήματα
  2. (αρχαιολογία) είδος αρχαίου αγγείου με ψηλό σώμα και μικρό στόμιο
    ※  Από τις αρχές ήδη του 7ου π.Χ. αιώνα η προτίμηση των Κορινθίων κεραμέων για αγγεία μικρού σχήματος, όπως αρυβάλλους, αλάβαστρα, σκύφους, κοτύλες οδήγησε στην «ανακάλυψη» της μελανόμορφης τεχνικής που ευνόησε ιδιαίτερα τις μικρογραφικές συνθέσεις τους.
    Μαρίνα Πλατή, Ελένη Μάρκου, Αρχαία Ελληνική Κεραμική - πληροφορίες, Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης
     συνώνυμα: αρχαία ελληνικά: ἀλάβαστος

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]