αλαβάστρινος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αλαβάστρινος < (ελληνιστική κοινή) ἀλαβάστρινος
Επίθετο[επεξεργασία]
αλαβάστρινος, -η, -ο
- φτιαγμένος από αλάβαστρο
- (μεταφορικά) όμοιος με αλάβαστρο, λευκός και πολύ όμορφος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αλαβάστρινος
|