περιχόνδριο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το περιχόνδριο τα περιχόνδρια
      γενική του περιχόνδριου των περιχόνδριων
    αιτιατική το περιχόνδριο τα περιχόνδρια
     κλητική περιχόνδριο περιχόνδρια
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

περιχόνδριο < περι- + χόνδρος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

περιχόνδριο ουδέτερο

  • πυκνός συνδετικός ιστός (με μορφή κάψας) που περιβάλλει το χόνδρο και σχηματίζει ένα στρώμα μεταξύ του χόνδρου και του ιστού που υποστηρίζει αυτός

Μεταφράσεις[επεξεργασία]