περιδέραιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- περιδέραιο < αρχαία ελληνική περιδέραιον, ουδέτερο του περιδέραιος < περί + δέρη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
περιδέραιο ουδέτερο
- κόσμημα που φοριέται στο λαιμό με νήμα ή αλυσίδα απ' όπου εξαρτώνται κοσμήματα ή πολύτιμοι λίθοι[1] (συνήθως, πιο βαρύτιμο από ένα απλό κολιέ)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- ↑ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964). Μέγα λεξικόν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης. Αθήνα: Ελληνική Παιδεία. Α΄ έκδοση: 1930-1950.