content
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
content | contents |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
content (en)
- περιεχόμενο
- ευχαρίστηση, ικανοποίηση
- (πληροφορική, διαδίκτυο) οι πληροφορίες, τα δεδομένα που περιέχονται σε ένα ηλεκτρονικό έγγραφο, σε μία ιστοσελίδα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
πληροφορική:
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- content < λατινικά contentus
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | content | contents |
θηλυκό | contente | contentes |
content (fr)