filter
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
filter | filters |
filter (en)
- το φίλτρο
[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | filter |
γ΄ ενικό ενεστώτα | filters |
αόριστος | filtered |
παθητική μετοχή | filtered |
ενεργητική μετοχή | filtering |
filter (en)
- φιλτράρω
- ↪ the water is filtered - το νερό φιλτράρεται