filter
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
filter | filters |
filter (en)
- το φίλτρο
a dryer door lint filter - φίλτρο χνουδιών πόρτας στεγνωτηρίου
- (πληροφορική) το φίλτρο
I have a filter for spam email.
- Έχω φίλτρο για τα ανεπιθύμητα email.
Παράγωγα
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | filter |
γ΄ ενικό ενεστώτα | filters |
αόριστος | filtered |
παθητική μετοχή | filtered |
ενεργητική μετοχή | filtering |
filter (en)
- φιλτράρω
The water is filtered.
- Το νερό φιλτράρεται.