imagination
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
imagination (en)
- (μη μετρήσιμο) η φαντασία, η ικανότητα να έχει νέες και συναρπαστικές ιδέες
- ↪ It requires imagination to make such beautiful things.
- Θέλει φαντασία για να φτιάξεις τόσο ωραία πράγματα.
- ↪ It requires imagination to make such beautiful things.