pilot
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- pilot < μέση γαλλική pilot < ιταλική pilota < pedotta < μεσαιωνική ελληνική *πηδώτης[1]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
pilot (en)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
pilot | pilots |
pilot (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | pilot |
γ΄ ενικό ενεστώτα | pilots |
αόριστος | piloted |
παθητική μετοχή | piloted |
ενεργητική μετοχή | piloting |
pilot (en)
[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τη μέση γαλλική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (αγγλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αγγλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (αμερικανικά αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Επίθετα (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αεροπορικοί όροι (αγγλικά)
- Επαγγέλματα (αγγλικά)
- Ρήματα (αγγλικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το 'ask' (αγγλικά)