πιλότος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | πιλότος | οι | πιλότοι |
γενική | του/της | πιλότου | των | πιλότων |
αιτιατική | τον/την | πιλότο | τους/τις | πιλότους |
κλητική | πιλότε | πιλότοι | ||
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πιλότος < (άμεσο δάνειο) ιταλική piloto, παλαιότερα pedotto < μεσαιωνική ελληνική πηδώτης (αντιδάνειο) < αρχαία ελληνική πηδ(όν) + -ώτης < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pṓds
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πιλότος αρσενικό ή θηλυκό
- (αεροπορικός όρος, επάγγελμα) ο κυβερνήτης μικρών ή μεγάλων αεροσκαφών και ελικοπτέρων της πολεμικής ή πολιτικής αεροπορίας
- κάθε καινοτόμο σχέδιο ή πρόγραμμα μετά την εφαρμογή του οποίου θα ακολουθήσουν ή ακολούθησαν άλλα παρόμοια
- (ναυτικός όρος, επάγγελμα) πλοηγός
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ζωγράφος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Αντιδάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αεροπορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)