πιλοτάρισμα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πιλοτάρισμα ουδέτερο
- (αεροπορικός όρος, ναυτικός όρος) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του πιλοτάρω
πιλοτάρισμα ουδέτερο