piloto
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | piloto | pilotoj |
αιτιατική | piloton | pilotojn |
piloto (eo)
- ο πιλότος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | piloto | pilotoj |
αιτιατική | piloton | pilotojn |
piloto (eo)