Μετάβαση στο περιεχόμενο

σταθμά

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός     2ος πληθυντικός  
αρσενικό αρσενικό ουδέτερο
ονομαστική ο σταθμός οι σταθμοί τα σταθμά
      γενική του σταθμού των σταθμών των σταθμών
    αιτιατική τον σταθμό τους σταθμούς τα σταθμά
     κλητική σταθμέ σταθμοί σταθμά
Κατηγορία όπως «δεσμός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σταθμά < δεύτερος πληθυντικός αριθμός του σταθμός < αρχαία ελληνική σταθμά

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /staˈθma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σταθμά
παλιότερος συλλαβισμός: σταθμά

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σταθμά ουδέτερο στον πληθυντικό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]