φυγόκεντρος
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | ||
---|---|---|---|
ονομαστική | φυγόκεντρος | φυγόκεντρη | φυγόκεντρο |
γενική | φυγόκεντρου | φυγόκεντρης | φυγόκεντρου |
αιτιατική | φυγόκεντρο | φυγόκεντρη | φυγόκεντρο |
κλητική | φυγόκεντρε | φυγόκεντρη | φυγόκεντρο |
πτώση | πληθυντικός | ||
ονομαστική | φυγόκεντροι | φυγόκεντρες | φυγόκεντρα |
γενική | φυγόκεντρων | φυγόκεντρων | φυγόκεντρων |
αιτιατική | φυγόκεντρους | φυγόκεντρες | φυγόκεντρα |
κλητική | φυγόκεντροι | φυγόκεντρες | φυγόκεντρα |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φυγόκεντρος < μεταφραστικό δάνειο από την νεολατινική centrifugus
- Η λέξη μαρτυρείται από το 1843
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /fi.ˈɣɔ.cɛⁿ.dɾɔs/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /fi.ˈɣɔ.cɛⁿ.dɾi/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /fi.ˈɣɔ.cɛⁿ.dɾɔ/ ουδέτερο
Επίθετο[επεξεργασία]
φυγόκεντρος
- (φυσική) που έχει την τάση να απομακρύνεται από το κέντρο
- (μεταφορικά) που κινείται αντίθετα προς κάποιο κέντρο π.χ. εξουσίας, οργάνωσης
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | φυγόκεντρος | φυγόκεντροι |
γενική | φυγοκέντρου & φυγόκεντρου |
φυγοκέντρων & φυγόκεντρων |
αιτιατική | φυγόκεντρο | φυγοκέντρους & φυγόκεντρους |
κλητική | φυγόκεντρε | φυγόκεντροι |
Δείτε επίσης [επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φυγόκεντρος