κεντρόφυγος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κεντρόφυγος η κεντρόφυγος
κεντρόφυγη
το κεντρόφυγο
      γενική του κεντροφύγου
κεντρόφυγου
της κεντροφύγου
κεντρόφυγης
του κεντροφύγου
κεντρόφυγου
    αιτιατική τον κεντρόφυγο την κεντρόφυγο
κεντρόφυγη
το κεντρόφυγο
     κλητική κεντρόφυγε κεντρόφυγε
κεντρόφυγη
κεντρόφυγο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κεντρόφυγοι οι κεντρόφυγοι
κεντρόφυγες
τα κεντρόφυγα
      γενική των κεντροφύγων
κεντρόφυγων
των κεντροφύγων
κεντρόφυγων
των κεντροφύγων
κεντρόφυγων
    αιτιατική τους κεντροφύγους
κεντρόφυγους
τις κεντροφύγους
κεντρόφυγες
τα κεντρόφυγα
     κλητική κεντρόφυγοι κεντρόφυγοι
κεντρόφυγες
κεντρόφυγα
Οι πρώτοι τύποι, λόγιοι, από την αρχαία κλίση. Οι δεύτεροι τύποι, νεότεροι.
Κατηγορία όπως «άπτερος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κεντρόφυγος < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα κεντρόφυξ, κεντρό- + φυγ- (φεύγω), εν μέρει,[1] ως λόγιο δάνειο από τη γαλλική centrifuge) [2]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /cenˈdɾo.fi.ɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κε‐ντρό‐φυ‐γος

Επίθετο[επεξεργασία]

κεντρόφυγος, -ος/η, -ο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. κεντρόφυγος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας