ψυχοθεραπεία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ψυχοθεραπεία θηλυκό (πιο δόκιμο στον ενικό)
- η βελτίωση της ψυχικής κατάστασης του ατόμου με ειδική διαδικασία, σε αντιδιαστολή συνήθως προς τη φαρμακοθεραπεία, αλλά μερικές φορές και σε συνδυασμό με αυτήν
- θεραπεία που προϋποθέτει συναντήσεις με ειδικό (ψυχίατρο, ψυχολόγο ή όποιον άλλο κρίνει ως κατάλληλο η νομοθεσία κάθε κράτους)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ψυχοθεραπεία
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ σελ. 1139, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου