document
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈdɒkjʊmənt/
- ⓘ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
document (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
document (en)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- document στην αγγλική Βικιπαίδεια
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
document | documents |
document (fr) αρσενικό
- το έγγραφο, το δοκουμέντο