doc

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
doc docs

Ετυμολογία [επεξεργασία]

doc < περικοπή του doctor, ή document ή documentary

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /dɒk/ (βρετανικό)
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

doc (en)