claim
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
claim (en)
- η διεκδίκηση της κυριότητας ενός πράγματος
- η διεκδίκηση αποζημίωσης
- αξίωση
- ισχυρισμός, διαβεβαίωση
Ρήμα[επεξεργασία]
claim (en)
- διεκδικώ
- αξιώνω
- ισχυρίζομαι, διατείνομαι
- προκαλώ την απώλεια, στοιχίζω