claim
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
claim | claims |
claim (en)
- ο ισχυρισμός, η αξίωση, μια δήλωση ότι κάτι είναι αλήθεια αν και δεν έχει αποδειχθεί και άλλοι άνθρωποι μπορεί να μην συμφωνούν ή να μην το πιστεύουν
- ⮡ unfounded claims - αβάσιμοι ισχυρισμοί
- ⮡ a charlatan with scientific claims - κομπογιαννίτης με αξιώσεις επιστήμονα
- η αξίωση, ένα αίτημα για ένα χρηματικό ποσό στο οποίο πιστεύω ότι έχω δικαίωμα, ειδικά από μια εταιρεία, την κυβέρνηση κτλ.
- ⮡ He filed a claim for damages.
- Υπέβαλε αξίωση για αποζημίωση.
- ⮡ He filed a claim for damages.
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η διεκδίκηση, ένα δικαίωμα που κάποιος πιστεύει ότι έχει σε κάτι, ειδικά σε περιουσία, γη κτλ.
- ⮡ territorial claims - εδαφικές διεκδικήσεις
- ⮡ the workers’ rightful claims - οι δίκαιες διεκδικήσεις των εργατών
- ⮡ a claim to a share of the father’s property - διεκδίκηση μεριδίου από την πατρική περιουσία
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | claim |
γ΄ ενικό ενεστώτα | claims |
αόριστος | claimed |
παθητική μετοχή | claimed |
ενεργητική μετοχή | claiming |
claim (en)
- (μεταβατικό) ισχυρίζομαι, υποστηρίζω, διατείνομαι, λέω ότι κάτι είναι αλήθεια αν και δεν έχει αποδειχθεί και οι άλλοι μπορεί να μην το πιστεύουν
- ⮡ I don’t claim to be an expert.
- Δεν ισχυρίζομαι ότι είμαι ειδικός.
- ⮡ Many claim that they can predict the future.
- Πολλοί ισχυρίζονται ότι μπορούν να προβλέψουν το μέλλον.
- ⮡ She claims she knows Italian.
- Υποστηρίζει ότι ξέρει ιταλικά.
- ⮡ I’m not claiming I know exactly what happened.
- Δεν υποστηρίζω πως ξέρω τι ακριβώς συνέβη.
- ⮡ He claims he is innocent.
- Διατείνεται ότι είναι άθωος.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη contend
- ⮡ I don’t claim to be an expert.
- (μεταβατικό) ισχυρίζομαι, δηλώνω ότι έχω κάνει, έχω κερδίσει ή έχω πετύχει κάτι
- ⮡ Both sides were claiming victory/they won.
- Και οι δύο πλευρές ισχυρίζονταν ότι νίκησαν.
- ⮡ Both sides were claiming victory/they won.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) ζητάω, διεκδικώ, απαιτώ χρήματα από την κυβέρνηση ή μια εταιρεία γιατί έχω δικαίωμα σε αυτά
- ⮡ The number of people claiming unemployment benefits fell last month.
- Ο αριθμός των ατόμων που ζητούν επίδομα ανεργίας μειώθηκε τον περασμένο μήνα.
- ⮡ I’m claiming damages.
- Διεκδικώ/Απαιτώ αποζημίωση.
- ⮡ The number of people claiming unemployment benefits fell last month.
- (μεταβατικό) διεκδικώ, αξιώνω, απαιτώ κάτι γιατί πιστεύω ότι είναι νόμιμο δικαίωμά μου να το έχω
- ⮡ Our neighbors are claiming lands that belong to us.
- Οι γείτονές μας διεκδικούν εδάφη που μας ανήκουν.
- ⮡ I claimed authorship of the book.
- Διεκδίκησα την πατρότητα του βιβλίου.
- ⮡ They are claiming protection of the law.
- Αξιώνουν/Απαιτούν την προστασία του νόμου.
- ⮡ Our neighbors are claiming lands that belong to us.
- (μεταβατικό) κερδίζω κάτι
- (μεταβατικό) στοιχίζω, για μια καταστροφή, ένα ατύχημα κτλ. που προκαλεί το θάνατο κάποιου
- ⮡ The accident claimed ten lives.
- Το ατύχημα στοίχισε δέκα ζωές.
- ⮡ The accident claimed ten lives.