forger
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
forger (en)
- ο πλαστογράφος, ο χαλκευτής
- ο χαλκευτής, αυτός που σφυρηλατεί
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
forger (fr)