membrane
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
membrane < λατινική membrana < membrum
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
membrane (en)
- η μεμβράνη
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
membrane | membranes |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
membrane (fr) θηλυκό
- η μεμβράνη