Μετάβαση στο περιεχόμενο

membrane

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

membrane < λατινική membrana < membrum

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

membrane (en)



      ενικός         πληθυντικός  
membrane membranes

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

membrane (fr) θηλυκό