notion
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
notion | notions |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]notion (en)
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- have a notion
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]notion (fr) θηλυκό
- η έννοια
- η γνώση
- η ιδέα
- η στοιχειώδης πραγματεία επί μίας επιστήμης
- βιβλίο με βασικές γνώσεις πάνω σε ένα πεδίο μελέτης
- η στοιχειώδης γνώση