notion

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
notion notions

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

notion (en)

  1. αντίληψη, γνώμη, ιδέα
  2. έννοια
  3. καπρίτσιο, καπρίτσιο της στιγμής, κολληματάκι

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • have a notion



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

notion (fr) θηλυκό

  1. η έννοια
  2. η γνώση
  3. η ιδέα
  4. η στοιχειώδης πραγματεία επί μίας επιστήμης
    • βιβλίο με βασικές γνώσεις πάνω σε ένα πεδίο μελέτης
  5. η στοιχειώδης γνώση