Μετάβαση στο περιεχόμενο

current

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈkʌɹɛnt/ (στις ΗΠΑ), /ˈkɝɹɛnt/ (στο Ηνωμένο Βασίλειο)

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός current
συγκριτικός more current
υπερθετικός most current

current (en)

  1. (μόνο πριν από το ουσιαστικό) τρέχων, παρών
      the current month - ο τρέχων μήνας
      current prices/expenses - τρέχουσες τιμές/δαπάνες
      His salary is not enough to even meet current costs.
    Ο μισθός δεν του φτάνει να αντιμετωπίσει ούτε τα τρέχοντα έξοδα.
      Current issues were discussed.
    Συζητήθηκαν τρέχοντα θέματα.
      They have accepted the current situation.
    Έχουν αποδεχτεί την παρούσα κατάσταση.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη present
  2. σε χρήση, σε κυκλοφορία, σε ισχύ, παραδεκτός
      These words are no longer current.
    Αυτές οι λέξεις δεν είναι σε χρήση πια.
      This model of car is no longer current.
    Αυτό το μοντέλο αυτοκινήτου δεν είναι πια σε κυκλοφορία.
      This law is not current.
    Αυτός ο νόμος δεν είναι σε ισχύ.
      His views are not current.
    Οι απόψεις του δεν είναι παραδεκτές.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
current currents

current (en)

  1. το ρεύμα, η κίνηση του νερού στη θάλασσα ή ένα ποτάμι· η κίνηση του αέρα προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση
      sea currents - θαλάσσια ρεύματα
      The swimmer was swept away by the current.
    Ο κολυμβητής παρασύρθηκε από το ρεύμα.
      I felt a cold current of air against my back.
    Ένιωσα ένα κρύο ρεύμα αέρα στην πλάτη μου.
  2. (ηλεκτρολογία) το ρεύμα, η ροή ηλεκτρονίων σε αγωγό
      direct/alternating current - συνεχές/εναλλασσόμενο ρεύμα
  3. το ρεύμα, για ομάδα ανθρώπων που έχει συγκεκριμένες ιδέες, απόψεις ή συναισθήματα
      the current of public opinion - το ρεύμα της κοινής γνώμης

Συγγενικά

[επεξεργασία]