endorsement
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
endorsement | endorsements |
endorsement (en)
ενικός | πληθυντικός |
endorsement | endorsements |
endorsement (en)