Μετάβαση στο περιεχόμενο

endorsement

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
endorsement < endorse + -ment

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
endorsement endorsements

endorsement (en)