endorse

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας endorse
γ΄ ενικό ενεστώτα endorses
αόριστος endorsed
παθητική μετοχή endorsed
ενεργητική μετοχή endorsing

endorse (en)