endorse
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | endorse |
γ΄ ενικό ενεστώτα | endorses |
αόριστος | endorsed |
παθητική μετοχή | endorsed |
ενεργητική μετοχή | endorsing |
Ρήμα
[επεξεργασία]endorse (en)