context
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
context (en)
- το συγκείμενο,τα συμφραζόμενα, οι συμφράσεις, οι συνθήκες, η περιρρέουσα ατμόσφαιρα
- τα σχετικά ή επιδρώντα με κάτι
- (μνημολογία) πράγματα που συνέβησαν παράλληλα με κάτι