συμφραζόμενα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | συμφραζόμενα | ||
γενική | των | συμφραζομένων | ||
αιτιατική | τα | συμφραζόμενα | ||
κλητική | συμφραζόμενα | |||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συμφραζόμενα, ουσιαστικοποιημένος πληθυντικός ουδετέρου της μετοχής συμφραζόμενος («αυτός που λέγεται μαζί (με κάτι άλλο)»)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]συμφραζόμενα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- αυτά που συναποτελούν ένα κείμενο
- Η λέξη μου ήταν άγνωστη, αλλά κατάλαβα τι σήμαινε από τα συμφραζόμενα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος μετοχής
[επεξεργασία]συμφραζόμενα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του συμφραζόμενος