συμφραζόμενα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα συμφραζόμενα
      γενική των συμφραζομένων
    αιτιατική τα συμφραζόμενα
     κλητική συμφραζόμενα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
συμφραζόμενα, ουσιαστικοποιημένος πληθυντικός ουδετέρου της μετοχής συμφραζόμενος («αυτός που λέγεται μαζί (με κάτι άλλο)»)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

συμφραζόμενα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • αυτά που συναποτελούν ένα κείμενο
  • Η λέξη μου ήταν άγνωστη, αλλά κατάλαβα τι σήμαινε από τα συμφραζόμενα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος μετοχής

[επεξεργασία]

συμφραζόμενα