continuum
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /kɔ̃.ti.ny.ɔm/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
continuum | continuums |
continuum (fr) αρσενικό
- το συνεχές
- αδιάσπαστη αλληλουχία των επί μέρους στοιχείων ενός αντικειμένου ή φαινομένου
- (φυσική) ένα σύνολο ομοιογενών στοιχείων