επί μέρους
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
επί μέρους < επί + μέρους, γενική του ουσιαστικού μέρος
Έκφραση[επεξεργασία]
επί μέρους
- για κάθε πράγμα ή πρόσωπο ενός συνόλου από ξεχωριστή οπτική γωνία, χωριστό από τα άλλα
- θα εξετάσουμε τα επί μέρους προβλήματα ένα ένα
- για κάτι που γίνεται απομονωμένα
- το σημαντικότερο στοιχείο του συνεδρίου δεν είναι οι ομιλίες αλλά οι επί μέρους επαφές
Άλλες γραφές[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επί μέρους