υπεργολάβος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υπεργολάβος < υπ- + εργο- + λάβος, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική subcontractor
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υπεργολάβος αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) εργολάβος που αναλαμβάνει να εκτελέσει τμήμα ενός μεγαλύτερου έργου που έχει ανατεθεί σαν σύνολο σε άλλον εργολάβο
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υπεργολάβος
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ζωγράφος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα υπ- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα εργο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)