ηλιοστάσιο
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ηλιοστάσιο | ηλιοστάσια |
γενική | ηλιοστασίου | ηλιοστασίων |
αιτιατική | ηλιοστάσιο | ηλιοστάσια |
κλητική | ηλιοστάσιο | ηλιοστάσια |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ηλιοστάσιο < μεσαιωνική ελληνική ηλιοστάσιον < ήλιος + -στάσιο (μεταφραστικό δάνειο από την μεσαιωνική λατινική solstitium < λατινική solstitium < sol + sisto)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ηλιοστάσιο ουδέτερο
- το ημερονύκτιο του έτους κατά το οποίο η χρονική διαφορά μεταξύ ημέρας και νύχτας μεγιστοποιείται
- θερινό ηλιοστάσιο: στις 21 Ιουνίου έχουμε τη μεγαλύτερη διάρκεια της ημέρας και τη μικρότερη νύχτα για όλο το έτος
- χειμερινό ηλιοστάσιο: στις 21 Δεκεμβρίου έχουμε τη μεγαλύτερη νύχτα και τη μικρότερη μέρα του έτους
Δείτε επίσης [επεξεργασία]
Δείτε επίσης [επεξεργασία]
- ηλιοστάσιο στη Βικιπαίδεια