sol
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Βοσνιακά (bs)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
sol (bs)
- σολ (νότα)
Ισπανικά (es)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
sol (es) αρσενικό
- ο ήλιος
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
sol | sols |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
sol (fr) αρσενικό
Κροατικά (hr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
sol (hr)
- το αλάτι
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- sol < ινδοευρωπαϊκή ρίζα sóh₂wl̥. Συγγενές με το (αρχαία ελληνικά) ἥλιος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
sol αρσενικό
- ήλιος
- neque enim pauci neque leves sunt qui se duo soles vidisse dicant, ut non tam fides non habenda quam ratio quaerenda sit. (Cicero, De Republica 1, 10, 15)
[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sol | solēs |
γενική | solis | solum |
δοτική | solī | solibus |
αιτιατική | solem | solēs |
κλητική | sol | solēs |
αφαιρετική | sole | solibus |
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
sol | sóis |
sol (pt) αρσενικό
- ο ήλιος
Σλοβενικά (sl)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
sol (sl)
Κατηγορίες:
- Βοσνιακή γλώσσα
- Ουσιαστικά (βοσνιακά)
- Ισπανική γλώσσα
- Ουσιαστικά (ισπανικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ισπανικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)
- Κροατική γλώσσα
- Ουσιαστικά (κροατικά)
- Λατινική γλώσσα
- Ουσιαστικά (λατινικά)
- Αντίστροφο λεξικό (λατινικά)
- Λατινικά ουσιαστικά Γ κλίσης
- Πορτογαλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (πορτογαλικά)
- Σλοβενική γλώσσα
- Ουσιαστικά (σλοβενικά)