sole
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
sole (en)
- (ιχθυολογία) το επίπεδο ψάρι γλώσσα της οικογένειας Soleidae ή Pleuronectidae
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
sole (fr) θηλυκό
- (ιχθυολογία) το ψάρι γλώσσα
Ιταλικά (it) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
sole (it)