διεθνικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διεθνικός η διεθνική το διεθνικό
      γενική του διεθνικού της διεθνικής του διεθνικού
    αιτιατική τον διεθνικό τη διεθνική το διεθνικό
     κλητική διεθνικέ διεθνική διεθνικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διεθνικοί οι διεθνικές τα διεθνικά
      γενική των διεθνικών των διεθνικών των διεθνικών
    αιτιατική τους διεθνικούς τις διεθνικές τα διεθνικά
     κλητική διεθνικοί διεθνικές διεθνικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διεθνικός < διεθν(ής) + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

διεθνικός

  1. που γίνεται ανάμεσα σε έθνη
     συνώνυμα: διεθνής
  2. που αφορά τον διεθνισμό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]