correspondent
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία en[επεξεργασία]
ύστερα μεσοαγγλικά (ως επίθετο): correspondent < παλαιογαλλικά: correspondant < μεσαιωνικά λατινικά: correspondent- ‘αντίστοιχος, ανάλογος, σχετικός’ < ρήμα: correspondere (βλέπε correspond)
Προφορά[επεξεργασία]
/kɒrɪˈspɒnd(ə)nt/
Επίθετο[επεξεργασία]
correspondent (en)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
correspondent (en)