ανταποκρίτρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανταποκρίτρια < ανταποκριτής + -τρια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ανταποκρίτρια θηλυκό
- (επάγγελμα) → δείτε τη λέξη ανταποκριτής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανταποκρίτρια