γαλάκτωμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γαλάκτωμα τα γαλακτώματα
      γενική του γαλακτώματος των γαλακτωμάτων
    αιτιατική το γαλάκτωμα τα γαλακτώματα
     κλητική γαλάκτωμα γαλακτώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γαλάκτωμα < (γάλα) γαλακτ- + -ωμα, (απόδοση) γαλλική émulsion < λατινική emulgere (αρμέγω) [1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɣaˈla.kto.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γα‐λά‐κτω‐μα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γαλάκτωμα ουδέτερο

  1. (κοσμετολογία) γαλακτώδες καλλυντικό για τον καθαρισμό και την ενυδάτωση του προσώπου
  2. (χημεία) το υγρό που σχηματίζεται από τη διασπορά ενός υγρού σε άλλο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]