ενυδάτωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ενυδάτωση | οι | ενυδατώσεις |
γενική | της | ενυδάτωσης* | των | ενυδατώσεων |
αιτιατική | την | ενυδάτωση | τις | ενυδατώσεις |
κλητική | ενυδάτωση | ενυδατώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ενυδατώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενυδάτωση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ενυδατώνω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ενυδάτωση