Μετάβαση στο περιεχόμενο

Milch

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική die Milch die Milchen
Milche
γενική der Milch der Milchen 
Milche
δοτική der Milch den Milchen
αιτιατική die Milch die Milchen 
Milche
Σπάνια χρήση πληθυντικού, κυρίως για τεχνικές ορολογίες.

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Milch < (κληρονομημένο) μέση άνω γερμανική milch < παλαιά άνω γερμανική miluh [1] < πρωτογερμανική *meluk [2]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /mɪlç/
 
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Milch (de) θηλυκό (μη μετρήσιμο)

  1. (τρόφιμο) το γάλα
  2. (ιχθυολογία) το λευκό σπέρμα των αρσενικών ψαριών
     συνώνυμα: Fischmilch
  3. λευκά και παχύρευστα καλλυντικά προϊόντα

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • Milch στη γερμανική Βικιπαίδεια Λήμμα στη γερμανική Βικιπαίδεια

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Milch - Duden online.
  2. Milch - Digitales Wörterbuch der deutschen Sprache [Ψηφιακό λεξικό της γερμανικής γλώσσας]. Berlin-Brandenburgische Akademie der Wissenschaften (BBAW) (Ακαδημία Επιστημών [και Ανθρωπιστικών Επιστημών] του Βερολίνου-Βρανδεμβούργου).

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Milch αρσενικό ή θηλυκό

  • Familienforschung in Westpreußen, ανακτήθηκε στις 20/8/2023 ,



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Milch < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Milch αρσενικό ή θηλυκό

  • Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden