άντωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | άντωση | οι | αντώσεις |
γενική | της | άντωσης* | των | αντώσεων |
αιτιατική | την | άντωση | τις | αντώσεις |
κλητική | άντωση | αντώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αντώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]άντωση θηλυκό
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- άντωση στη Βικιπαίδεια