πλευστότητα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πλευστότητα οι πλευστότητες
      γενική της πλευστότητας των πλευστοτήτων
    αιτιατική την πλευστότητα τις πλευστότητες
     κλητική πλευστότητα πλευστότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πλευστότητα < πλευστός + -ότητα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική navigability[1])

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πλευστότητα θηλυκό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]