ποσοτικοποιήσιμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ποσοτικοποιήσιμος η ποσοτικοποιήσιμη το ποσοτικοποιήσιμο
      γενική του ποσοτικοποιήσιμου της ποσοτικοποιήσιμης του ποσοτικοποιήσιμου
    αιτιατική τον ποσοτικοποιήσιμο την ποσοτικοποιήσιμη το ποσοτικοποιήσιμο
     κλητική ποσοτικοποιήσιμε ποσοτικοποιήσιμη ποσοτικοποιήσιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ποσοτικοποιήσιμοι οι ποσοτικοποιήσιμες τα ποσοτικοποιήσιμα
      γενική των ποσοτικοποιήσιμων των ποσοτικοποιήσιμων των ποσοτικοποιήσιμων
    αιτιατική τους ποσοτικοποιήσιμους τις ποσοτικοποιήσιμες τα ποσοτικοποιήσιμα
     κλητική ποσοτικοποιήσιμοι ποσοτικοποιήσιμες ποσοτικοποιήσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ποσοτικοποιήσιμος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

ποσοτικοποιήσιμος, -η, -ο

  • που δύναται να περιγραφεί ποσοτικά

Μεταφράσεις[επεξεργασία]