πέμφιγα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πέμφιγα οι πέμφιγες
      γενική της πέμφιγας των πεμφίγων
    αιτιατική την πέμφιγα τις πέμφιγες
     κλητική πέμφιγα πέμφιγες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πέμφιγα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πέμφιξ (φυσαλίδα, φλύκταινα) από την αιτιατική ενικού «τὴν πέμφιγα»

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈpeɱ.fi.ɣa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πέμ‐φι‐γα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πέμφιγα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • πέμφιγαΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

πέμφιγα θηλυκό