instruction
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɪnˈstɹʌkʃən/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
instruction (en)
- οδηγία
- (πληροφορική) εντολή ή ομάδα εντολών στη γλώσσα μηχανής που εκτελεί κάποια απλή λειτουργία στη κεντρική μονάδα επεξεργασίας
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
instruction στην αγγλική Βικιπαίδεια
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
instruction (fr)