implication

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɛ̃.pli.ka.sjɔ̃/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
implication implications

implication (fr) θηλυκό

  1. η εμπλοκή, η συμμετοχή
  2. η επίπτωση

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • implication στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια