distinguish
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | distinguish |
γ΄ ενικό ενεστώτα | distinguishes |
αόριστος | distinguished |
παθητική μετοχή | distinguished |
ενεργητική μετοχή | distinguishing |
Ρήμα[επεξεργασία]
distinguish (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) διακρίνω, ξεχωρίζω, αντιλαμβάνομαι τη διαφορά που χωρίζει κάποιον ή κάτι από κάποιον ή από κάτι άλλο
- ↪ I can not distinguish between them.
- Δεν μπορώ να τους διακρίνω.
- ↪ The twins are so alike that I can’t distinguish one from the other.
- Τα δίδυμα είναι τόσο όμοια που δεν μπορώ να τα ξεχωρίσω.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη tell apart
- ↪ I can not distinguish between them.
- (μεταβατικό) διαφοροποιώ κάτι από κάτι άλλο, δείχνω τη διαφορά που υπάρχει ανάμεσα σε δύο ή περισσότερες έννοιες ή πράγματα
- ↪ We must distinguish the situation of unemployment from that of voluntarily abstaining from work.
- Πρέπει να διαφοροποιήσουμε την κατάσταση της ανεργίας από εκείνη της εθελούσιας αποχής από την εργασία.
- ≈ συνώνυμα: differentiate
- ↪ We must distinguish the situation of unemployment from that of voluntarily abstaining from work.
- διαφοροποιώ, κάτι που αποτελεί στοιχείο διαφοράς, που διακρίνει μια έννοια, ένα πράγμα ή έναν άνθρωπο από κάτι ή από κάποιον άλλο, συνήθως καλύτερα
Συγγενικά[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- distinguish - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 480, 613. ISBN 9780194325684., λήμμα: κρίνω, ξεχωρίζω