distinguishing
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
distinguishing (en)
- διακριτικός (που μας βοηθά να διακρίνουμε)
- the distinguishing marks of a true leader - τα διακριτικά σημεία ενός πραγματικού ηγέτη
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
distinguishing (en)